στελγις

στελγις
    στελγίς
    -ίδος ἥ Polyb. = στλεγγίς См. στλεγγις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στελγις" в других словарях:

  • στελγίς — ίδος, ἡ, Α βλ. στλεγγίδα …   Dictionary of Greek

  • στλεγγίδα — η / στλεγγίς, ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α (στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι …   Dictionary of Greek

  • στλεγγιδολήκυθος — και στελγιδολήκυθος, ὁ, Α ο δούλος που κρατούσε στο λουτρό τη στλεγγίδα και τη λήκυθο τού κυρίου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίς / στελγίς ίδος + λήκυθος] …   Dictionary of Greek

  • στλεγγιδοποιός — και στελγιδοποιός και στλεγγοποιός, ὁ, Α κατασκευαστής στλεγγίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίς / στελγίς, ίδος + ποιός*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»